- σαμποτάρω
- Νδιενεργώ σαμποτάζ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saboter «κάνω θόρυβο με τα τσόκαρα, τρυπώ σιδηρογραμμές για να περάσουν οι ράβδοι, ενεργώ γρήγορα και βιαστικά, κακομεταχειρίζομαι, βλάπτω» < sabot (βλ. λ. σαμπό)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαμποτάρω — σαμποτάρω, σαμποτάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαμποτάρω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. παρεμποδίζω σκόπιμα την πραγματοποίηση κάποιου έργου: Μερικοί σαμποτάρουν το κυβερνητικό έργο. 2. κάνω δολιοφθορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαμποτάρισμα — το, Ν [σαμποτάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαμποτάρω, το σαμποτάζ … Dictionary of Greek
σαμποταριστής — ο, Ν ο σαμποτέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμποτάρω + κατάλ. ιστής (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
υπονομεύω — υπονόμεψα, υπονομεύτηκα, υπονομευμένος 1. σκάβω το έδαφος με υπόνομο για ανατίναξη, μινάρω: Υπονομεύτηκε η δεξαμενή. 2. μτφ., ενεργώ με δόλο για να βλάψω κάποιον, σαμποτάρω: Υπονόμεψαν τη δημοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)